- ἐξομολογήσεται
- призна'ется в любви
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ἐξομολογήσεται — ἐξομολογέομαι confess aor subj mp 3rd sg (epic) ἐξομολογέομαι confess fut ind mp 3rd sg ἐξομολογέομαι confess aor subj mid 3rd sg (epic) ἐξομολογέομαι confess fut ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενθύμιο — το (Α ως επίθ. ἐνθύμιος, ον) [θυμός] νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ενθύμιο αντικείμενο που ανακαλεί κάτι στη μνήμη κάποιου, κάθε πράγμα που μάς υπενθυμίζει κάτι, ενθύμημα, θυμητάρι, θυμητικό («ενθύμιο φιλίας») μσν. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐνθύμιος… … Dictionary of Greek